- τέλεσμα
- το, ΝΜΑ1. (κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) το τίμημα τού δικαιώματος επιφανείας (βλ. επιφάνεια)2. στον πληθ. τα τελέσματα(κατά τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις πόλεις και τους κατοίκους από κάθε κίνδυνονεοελλ.-μσν.(στο Βυζ.) φάντασμα, στοιχειόμσν.1. (σχετικά με συμβόλαιο) κατάρτιση, συμπλήρωση («τὰ συμβόλαια... προσλαμβανέτω καὶ αὐτὰ πρὸ τοῡ τελέσματος τὴν ἐν γράμμασι τῶν μαρτύρων... παρουσίαν», Ιουστιν.)2. θαυματούργημα, θαύμα («Ἀπολλώνιος ὁ Τυανεὺς ήκμαζεν, περιπολεύων πανταχοῡ, καὶ ποιῶν τελέσματα εἰς τὰς πόλεις», Χρον. Αλεξ.)3. φυλαχτό4. φρ. «δαιμόνων τέλεσμα» — διαβολικό έργομσν.-αρχ.χρηματική εισφορά που έχει πληρωθεί ή πρόκειται να πληρωθεί («τελέσματα σιτικὰ καὶ ἀργυρικά», πάπ.)αρχ.1. φόρος, δασμός («γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων», πάπ.)2. δαπάνη, έξοδα («ἀπὸ τοῡ ἴσου τελέσματος ἐκκαίδεκα χρυσοῡς θεοὺς ἐπεποίηντο ἄν», Λουκιαν.)3. επικυρωμένο αντίγραφο, πιστοποιητικό4. θρησκευτική τελετή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού αορ. ἐ-τέλεσα τού τελῶ* + κατάλ. -μα].
Dictionary of Greek. 2013.